- πανεθνεί
- και πανεθνί Αεπίρρ. με ολόκληρο το έθνος, με τη συμμετοχή ολόκληρου τού λαού («πολεμοῡντες πρὸς Δάκας, ἕως ἀπώλοντο πανεθνεί», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἔθνος + επιρρμ. κατάλ. -εί / -ί (πρβλ. παγγεν-εί)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανεθνεί — with the whole nation indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανεθνί — Α επίρρ. βλ. πανεθνεί … Dictionary of Greek
ՄԻԱԳՈՒՆԴ — ( ) NBH 2 0263 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 12c ա.մ. συνεστραμμένοι, πανεθνεί եւն. Համագունդ. համախումբ. միահամուռ. ամենեքին առ հասարակ. միաբան. *Միագունդ գնալ, կամ անցանել, խաղալ, դիմել, երթալ, ժողովիլ. ՟Ա. Մակ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)